- υπότριψις
- -ίψεως, ἡ, ΜΑ [ὑποτρίβω]η τριβή, η φθορά από τρίψιμο στο κάτω μέροςαρχ.φρ. «ὑποτρίψεις τριπόδων» — οι εγκάρσιες σανίδες που ενώνουν τα πόδια τού τραπεζιού στο κάτω μέρος, οι ὑποτρίποδες (Φίλ. Μηχ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποτρίψει — ὑπότριψις a rubbing under fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποτρίψεϊ , ὑπότριψις a rubbing under fem dat sg (epic) ὑπότριψις a rubbing under fem dat sg (attic ionic) ὑποτρί̱ψει , ὑποτρίβω rub a little aor subj act 3rd sg (epic) ὑποτρί̱ψει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρίψῃ — ὑποτρίψηι , ὑπότριψις a rubbing under fem dat sg (epic) ὑποτρί̱ψῃ , ὑποτρίβω rub a little aor subj mid 2nd sg ὑποτρί̱ψῃ , ὑποτρίβω rub a little aor subj act 3rd sg ὑποτρί̱ψῃ , ὑποτρίβω rub a little fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)